σερπεντίνης

σερπεντίνης
Φυλλοπυριτικό ορυκτό, με χημικό τύπο Mg6(OH)8Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, παρουσιάζει όμως ποικιλίες συχνά ψευδοεξαγωνικής συμμετρίας. Ο σ. συναντιέται σε δύο βασικές παραλλαγές: του αντιγορίτη και του χρυσοτίλη. Ο αντιγορίτης έχει φυλλώδη ως λεπιδώδη υφή και εμφανίζει δύο μορφές, τον κλινοαντιγορίτη και τον ορθοαντιγορίτη. Ο χρυσοτίλης είναι ινώδης ως νηματώδης και παρουσιάζεται με δύο επίσης μορφές, τον ορθό και τον παραχρυσοτίλη. Όταν οι ίνες του είναι πολύ μακριές και εύκαμπτες ο χρυσοτίλης ονομάζεται αμίαντος. Ο κοινός σ. έχει πράσινο, κιτρινοπράσινο ή καστανωπό χρώμα, με κηλίδες, ενώ ο ευγενής σ. λαμπρό, πράσινο ομοιόμορφο. Όλα αυτά τα ορυκτά ανήκουν στην ομάδα των χλωριτών και έχουν, συνήθως, δευτερογενή προέλευση: σχηματίζονται από την εξαλλοίωση των σιδηρομαγνησιούχων, χωρίς αργίλιο, πυριτικών αλάτων και ειδικότερα του ολιβίνη και των ρομβικών πυρόξενων, γι’ αυτό απαντούν στους εξαλλοιωμένους περιδοτίτες, γάββρους κλπ. Πρωτογενώς ο σ. σχηματίζεται κατά τη μεταμόρφωση των πετρωμάτων σε χαμηλή θερμοκρασία και είναι συστατικό κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων.
* * *
ο, Ν
(ορυκτ.) γενική ονομασία ομάδας συνήθων πετρογενετικών ένυδρων μαγνησιούχων πυριτικών ορυκτών που απαντά, γενικά, με τρεις μορφές, τού χρυσοτίλη, τού αντιγορίτη και τού λιζαρδίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. serpentine (< λατ. serpens «φίδι» < serpo «έρπω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • κερόλιθος — ο (ορυκτ.) ποικιλία τού ορυκτού σερπεντίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cerolite < cero (πρβλ. κηρός) + lite αντί τού ορθτ. * lith[e] (πρβλ. λίθος)] …   Dictionary of Greek

  • λευκόλιθος — Ονομασία κολλοειδούς παραλλαγής του ορυκτού μαγνησίτης (ανθρακικό μαγνήσιο). Είναι χρώματος λευκού ή κιτρινόλευκου. Προέρχεται από τη χημική αποσάθρωση περιδοτιτικών πετρωμάτων, κατά την οποία, εκτός από λ., σχηματίζεται και σερπεντίνης. Στην… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • σερπεντινίτης — Βασικό πέτρωμα της ομάδας των περιδοτιτών, των οποίων όλα σχεδόν τα ορυκτά (ολιβίνης, πυρόξενοι, συχνά και οι αμφίβολοι) έχουν υποστεί σερπεντινίωση και μετασχηματίστηκαν σε σερπεντίνη. Άλλο χαρακτηριστικό ορυκτό των σ. είναι ο μαγνητίτης, που… …   Dictionary of Greek

  • σερπεντινίωση — Η εξαλλοίωση ορισμένων εκρηξιγενών βασικών πετρωμάτων (κυρίως περιδοτικών και γάββρων) και ο σχηματισμός σερπεντίνη από τον ολιβίνη και τους πυρόξενους που περιέχουν. Η σ. οφείλεται κυρίως στην επίδραση των ατμοσφαιρικών παραγόντων ή και σε μια… …   Dictionary of Greek

  • σερπεντινομάρμαρο — το, Ν (πετρογρ.) άλλη ονομασία τού μεταμορφωμένου πετρώματος οφειτασβεστίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερπεντίνης + μάρμαρο] …   Dictionary of Greek

  • αντιγορίτης — Μία από τις ποικιλίες του πετρώματος σερπεντίνη. Παρουσιάζεται σε φυλλώδη και λεπιδώδη συσσωματώματα κρυστάλλων. Ο α. ονομάζεται και φυλλώδης σερπεντίνης. Έχει χρώμα πολύ σκούρο πράσινο. Παραλλαγές του είναι ο μαρμόλιθος, ο θερμοφυλλίτης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”